- ἀσελγείαις
- ἀσέλγειαlicentiousnessfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
блоудъ — БЛОУД|Ъ (316), А с. 1.Заблуждение, ошибка, исповедание ложного учения: люди оучаше а самъ не творѩше вол˫а б҃жи˫а. блоудъмь и всѣмь безаконiѥмь. СбТр XII/XIII, 33 об.; ничего не възбранѩи ре(ч). развѣ блоуда идоложертвена. КН 1280, 531; ѡ(т)жени… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… … Dictionary of Greek
οινοφλυγία — η (Α οἰνοφλυγία) [οινόφλυξ] η υπερβολική αγάπη τού κρασιού, η έξη για οινοποσία και μέθη («πορευομένους ἐν ἀσελγείαις, ἐπιθυμίαις, οἰνοφλυγίαις, κώμοις» >, ΚΔ) … Dictionary of Greek
πότος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ο, ΝΑ 1. πολλή μεγάλη κατανάλωση ποτών 2. οινοποσία, φαγοπότι, γλέντι (α. «τραγούδια τού πότου» β. «πορευομένους ἐν… … Dictionary of Greek